καμπανέλλα

καμπανέλλα
και καμπανέλα, η συν. στον πληθ. οι καμπανέλλες
δημώδης ονομασία φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. campanelle].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σιρανό ντε Μπερζεράκ — (Cyrano de Bergerac, Παρίσι 1619 – Σανουά 1655). Ψευδώνυμο του Savinien de Cyrano. Γάλλος συγγραφέας. Στην αρχή ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και έγινε γνωστός για την επιδεξιότητά του στο σπαθί και για την ταραχώδη ζωή του. Συναναστρεφόταν …   Dictionary of Greek

  • КАМПАН — [церковнослав. ], название колокола в слав. богослужебных книгах. Происходит от средневек. лат. названия этого инструмента campana или campanum. В античный период этим словом называлась любая бронзовая утварь, производившаяся в италийской обл.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”